- ἐπιπάτωρ
- ἐπι-πάτωρ, ορος, ὁ, Stiefvater
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επιπάτωρ — ἐπιπάτωρ, ὁ (Α) πατρυιός, μητρυιός, δεύτερος ή τρίτος σύζυγος τής μητέρας σε σχέση με τα από προηγούμενο γάμο παιδιά της … Dictionary of Greek
ἐπιπάτωρ — stepfather masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek